ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ B

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Ο Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του έτους 1906, στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας, κοντά στο Αλιβέρι. Οι ευσεβείς γονείς του Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη κόρη του Αντωνίου Λάμπρου ήσαν φτωχοί γεωργοί. Ο πατέρας του είχε μοναχική κλίση, αλλά δεν έγινε μοναχός. Ήταν ψάλτης στο χωριό του και πολλές φορές συνόδευε τον Άγιο Νεκτάριο στις περιοδείες του, ως βοηθός του.

Ο Γέροντας Πορφύριος ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των γονέων του και κατά την βάπτιση του πήρε το όνομα Ευάγγελος. Ο πατέρας του αναγκάστηκε από τη φτώχεια να ξενιτευτεί. Πήγε και δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.

Ο μικρός Ευάγγελος φοίτησε στο σχολείο του χωριού μόνον δύο χρόνια. Έτσι έμαθε πολύ λίγα γράμματα, αφού ο άρρωστος δάσκαλός του δεν ήταν σε θέση να διδάξει στους μαθητές του. Έτσι ο μικρός Ευάγγελος άφησε το σχολείο και δούλευε στα χωράφια και ακόμα φύλαγε τα λίγα ζώα του σπιτιού τους. Για να βοηθήσει περισσότερο την οικογένεια έπιασε δουλειά στο ανθρακωρυχείο της περιοχής του και στη συνέχεια σε παντοπωλείο αρχικά στην Χαλκίδα και κατόπιν στον Πειραιά. Ο πατέρας του τού είχε διδάξει την Παράκληση της Παναγίας και ότι άλλο μπορούσε να καταλάβει ένα οκτάχρονο παιδί από την αγία μας πίστη.

Ως παιδί ο Γέροντας είχε πρόωρη ανάπτυξη και, όπως ο ίδιος διηγήθηκε, από οκτώ ετών ξυριζόταν. Από μικρός ήταν σοβαρός, εργατικός, επιμελής και έδειχνε μεγαλύτερος από την ηλικία του.

Όταν διάβασε, παιδί ακόμα, συλλαβιστά τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, αισθάνθηκε έντονα τον πόθο να τον μιμηθεί. Πολλές φορές ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, αλλά για διαφόρους λόγους γύριζε πίσω.

Δώδεκα ετών εγκατέλειψε τελικά την εργασία του σε παντοπωλείο του Πειραιά και τους γονείς του και λάθρα κίνησε για το Άγιον Όρος. Ο ίδιος μας διηγήθηκε με συγκίνηση και με έντονο το αίσθημα της πρόνοιας του Θεού:

«Το 1918 ξεκίνησα για το Άγιον Όρος να δουλέψω. Ήταν Τετάρτη βράδυ. Στο δρόμο που πήγαινα για το μοναστήρι, στο καράβι, μεταξύ των μοναχών ήταν ένας σεβάσμιος γέρων μοναχός. Μου είπε: που πας; Στο ‘Άγιον Όρος να δουλέψω, απάντησα. Κοίταξε τα χέρια μου να δη αν είναι της δουλειάς και μου είπε πως τόσο μικρά παιδιά δεν μπαίνουν στο Άγιον Όρος, αλλά θα με πάρει μαζί του.

Την άλλη μέρα το πρωί 8-10 η ώρα, φθάσαμε στο Άγιον Όρος. Ήρθε μία βάρκα και πήρε τους καλογέρους, γιατί είχανε ψώνια, να τους βγάλει από το καράβι στη στεριά στο λιμάνι της Δάφνης. Μόλις βγήκαμε στο λιμάνι με τον γέροντά μου, πήρε κάτι δισάκια να τα πάει είκοσι πέντε μέτρα πιο πέρα για να πάρουμε άλλη βάρκα για τα Καυσοκαλύβια. Τότε ήρθε ένας φουστανελάς με φέσι και με αρπάζει και με πετάει στη βάρκα να με διώξει. Πήρε είδηση ο γέροντάς μου και του είπε: Άσε, είναι ανεψάκι μου. Υπ’ ευθύνη μου. Είναι της αδελφής μου που πέθανε.

Μπήκαμε στη βάρκα για τα Καυσοκαλύβια. Ένα καλογεράκι ήθελε να πιεί νερό κι έκανε το σταυρό του. Ένας άλλος χασμουρήθηκε και έκανε το σημείο του σταυρού στο στόμα του. Ότι έβλεπα μου έκανε εντύπωση και θαύμαζα.

Την άλλη μέρα ήταν του Αγίου Κωνσταντίνου και είδαμε μια βάρκα καλοβαμμένη με καλογέρια που είπαν; Ευλογείτε πατέρες. Οι γέροντές μου, αυτός που με πήρε, ο παπα-Παντελεήμων, και ένας άλλος ο παπα-Ίωαννίκιος που ήταν αυτάδελφοι και μόναζαν μαζί στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια ρώτησαν: Πού πάτε; Τα καλογέρια απάντησαν: Πάμε να ρίξουμε τηλεγράφημα για τον Βασιλέα.

Ήθελε ο Θεός και βρήκα τον γέροντά μου και μπήκα στο Άγιον Όρος, αλλιώς δεν θα έμπαινα. Μεγάλη οικονομία του Θεού, που με βρήκε ο Γέρων Παντελεήμων και πήγαμε στα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου.

Στη Δάφνη και στις Καρυές όλοι φιλούσαν το χέρι του γέροντά μου και του έλεγαν “άγιε πνευματικέ, άγιε πνευματικέ”, και εγώ χαιρόμουν που έπεσα σε καλά χέρια.

Στα Καυσοκαλύβια ήμουν έγκλειστος γιατί δεν είχα γένια και δεν έπρεπε να με ιδούν. Οι γέροντές μου πήγαιναν στα πανηγύρια κι’ εγώ έμενα μέσα. ’Έκανα τις δουλειές και μετά έτρεχα στην εκκλησία και έλεγα τον “Κανόνα του Ιησού”: (Κι άρχισε να μας ψάλλει γλυκά, κατανυκτικά, νοσταλγικά, απλά, απαλά: “Ιησού γλυκύτατε, ψυχής εμής θυμηδία.”) και έκλαιγα. Τι ήξερα εγώ, δώδεκα χρονού άνθρωπος και έκλαιγα;». Και συνέχισε: «Εγώ είχα λίγα γένια γιατί ξυριζόμουν από οκτώ χρονού με ένα σουγιά  που έφερε ο πατέρας μου από την Αμερική. Στο χρόνο απάνω έβγαλα πολλά γένια και φόρεσα και σκουφάκι. Είχα πολλά και μακριά μαλλιά και τα έβαζα μέσα από το ράσο. Αργότερα, όταν γύρισα στο χωριό Άγιο Ιωάννη Καρυστίας, Ευβοίας), και με θαύμαζαν για τα μαλλιά μου έβρασα μια κατσαρόλα νερό και τα έβαλα μέσα και σχίστηκαν.

’Έκανα ξυλογλυπτική στο Άγιον Όρος, γιατί οι γέροντές μου έκαναν αυτό το εργόχειρο. Μία μέρα είδα ένα πουλάκι στην κληματαριά να τσιμπάει το σταφύλι. Οι γέροντές μου έλειπαν και όταν τελείωσα τις δουλειές, έκατσα και έφτιαξα το πουλάκι ξυλόγλυπτο. Το πέτυχα πολύ καλά και όταν ήρθαν οι γέροντές μου τους το έδειξα με καμάρι. Τότε ο γέροντάς μου μού είπε: Τι είναι αυτά; Ποιος σου είπε να το φτιάξεις; και το έσπασε.

Τότε εγώ έκανα υπακοή και έβαλα μετάνοια. Την ξέρω καλά εγώ την καλογερική», είπε χαμογελώντας.

Σ’ αυτούς τους γέροντες το καλογεροπαίδι Ευάγγελος έκανε και στους δύο άκρα, αδιάκριτη, ολόψυχη και κυρίως χαρούμενη υπακοή. Όλα τα έκανε ολοπρόθυμα και χαρούμενα: Τις δουλειές, την άσκηση, την προσευχή. Είχε πεθάνει για τον κόσμο και για το δικό του θέλημα. Έκλινε τον αυχένα και υπετάγη απόλυτα στον άγιο γέροντα, κι’ εκείνος φαίνεται, πως τον υποδέχτηκε στο όνομα του Χριστού.

Σπάνια μιλούσε για τα ασκητικά του παλαίσματα. Από σπαράγματα διηγήσεών του σε ελάχιστα πνευματικά του παιδιά, χι αυτό όχι για να προβληθεί, αλλά για να ανάψει στις καρδιές χι άλλων την φλόγα της αγάπης στον Χριστό, συμπεραίνουμε πως η άσκηση του ήταν συνεχής, σκληρή και χαρούμενη. Περπατούσε ξυπόλυτος ακόμα και στα χιόνια. Κοιμόταν λίγο και στο πάτωμα με μία κουβέρτα και με ανοιχτό παράθυρο, ακόμα και όταν χιόνιζε. Έκανε πολλές μετάνοιες. Εργαζόταν στην ξυλογλυπτική. Κουβαλούσε ξύλα. Μάζευε σαλιγκάρια. Κουβαλούσε χώμα στην πλάτη από μεγάλες αποστάσεις, για να κάνει μικρό κήπο στα βραχώδη μέρη της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου. Συγχρόνως διάβαζε την Παρακλητική, τα Μηναία, το Τριώδιο, το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήρι. ’Ήξερε απέξω τα Ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον και κατά Λουκάν και το μισό κατά Ιωάννην και όλο το Ψαλτήρι.

Έτσι ασκούσε το σώμα και έτρεφε και έτερπε και ασκούσε το νου, την καρδιά και την ψυχή, ώστε να μην μένει χώρος για αργό λόγο και σκέψη άλλη από τα λόγια του Θεού ούτε αίσθημα ξένο από την αγάπη του Χριστού. Που να βρεθεί τόπος για την ακηδία που προσβάλλει τους μοναχούς. Ο έρωτας της ψυχής του για τον Χριστό ήταν φλογερός και η καρδιά του επυρπολείτο πάντα από την θεία αγάπη Του. Έτσι η ζωή του τα χρόνια εκείνα, ήταν, κατά δικό του χαρακτηρισμό, «αεικίνητος». Το βασικό, όμως, το κύριο γνώρισμα της ασκήσεώς του, ήταν η πλήρης, ολόψυχη, ολόθερμη υποταγή του στο γέροντά του. Η πλήρης εξαφάνιση του θελήματός του στο θέλημα εκείνου. Η γεμάτη αγάπη, θαυμασμό και εμπιστοσύνη ανάθεση της ζωής του και του θελήματός του στα πνευματικά χέρια του αγίου πνευματικού.

Αυτό είναι το μυστικό της ασκήσεώς του. Αυτό είναι το κλειδί της καλογερικής που ήξερε πολύ καλά. Αυτός είναι ο δρόμος της καθάρσεως.

Έτσι το αγράμματο παιδί της δευτέρας δημοτικού διαβάζοντας τα ιερά λόγια που μιλούσαν για την αγάπη του Χριστού, αύξανε μέσα του με ιερό πόθο την αγάπη του για τον Χριστό και την ζωή Του. Γι αυτό κρίθηκε από τους γέροντες άξιος και εκάρη στο Άγιον Όρος μοναχός με το όνομα Νικήτας σε ηλικία 16-17 ετών.

Αυτή η αγάπη, αυτή η ολοπρόθυμη και χαρούμενη υπακοή, η με κατάνυξη σπουδή των αγίων λογίων, είχε για το μικρό καλογεράκι ένα γλυκύτατο και παράξενο για το παιδί, καρπό: την Διόραση.

Ο ίδιος διηγήθηκε σε μένα και σ’ όλη μου την οικογένεια, που του είχαμε πάει μια βασανισμένη ψυχή που επέστρεφε στον Χριστό, στις 23 Νοεμβρίου του 1985, ημέρα Σάββατο εννέα η ώρα το πρωί:

«Στο Άγιον ‘Όρος, μια μέρα, το 1919 η το 1920 η το 1921, ήμουνα δέκα τεσσάρων η δέκα πέντε η δέκα έξη χρόνων, οι δύο μου γέροντες πήγαν στο πανηγύρι στην Κερασιά. Μου είπαν να κάνω τις δουλειές και την ακολουθία και να πάω για τη λειτουργία στο Κυριακό. (Είχαμε ένα Καλύβι στα Καυσοκαλύβια).

‘Έτσι κι εγώ σηκώθηκα, έκανα ότι μου είπαν οι γέροντές μου και πήγα στο Κυριακό. Είχε φεγγάρι. Δεν είχε ανοίξει ακόμα η Εκκλησία. Μπήκα στον προνάρθηκα. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από δύο παράθυρα και φώτιζε τον προνάρθηκα. Εγώ πήγα στη δεξιά μεριά στην σκιά, και άρχισα την νοερά προσευχή; Κύριε, Ιησού, Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με.

Κάποια στιγμή βλέπω να μπαίνει στον προνάρθηκα ένας Ρώσος μοναχός, ψηλός με μακριά γενειάδα, ενενήντα χρονού, ο πατήρ Ζωσιμάς (Δημάς) που ζούσε σε μια σπηλιά.

‘Έλεγαν πως ήταν ευγενής, στρατηγός του ρωσικού στρατού. ‘0 πατήρ Ζωσιμάς (Δημάς) κοίταξε γύρω του, δεν είδε κανέναν (εγώ ήμουν στην σκιά και δεν με αντιλήφθηκε) κι άρχισε να κάνει μεγάλες στρωτές μετάνοιες λέγοντας: “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς” και μετά το γύρισε και έλεγε: Γκόσποντι Ιησούσα Χριστά παμίλουί νας, δηλαδή “Κύριε, Ιησού, Χριστέ, ελέησον ημάς”.

Συχνά σταματούσε γονατιστός, άνοιγε τα χέρια του ψηλά και φαινόταν να έρχεται σε έκσταση και έβγαζε από αγαλλίαση ψυχική μια μικρή κραυγή. Και πάλι σηκωνόταν και πάλι γονάτιζε. ‘Έκανε πολλές μετάνοιες, περίπου τρία τέταρτα.

Εγώ είχα ζαρώσει στη σκιά. Ένοιωσα μεγάλη χαρά. ‘Έλεγα κι’ εγώ την ευχή μαζί του νοερώς και η καρδιά μου είχε ανάψει, κι  ένα φως ξεκίνησε από τον π. Ζωσιμά (Δημά) και ήρθε στο στήθος μου.

Τότε ακούστηκε να έρχεται ο Εκκλησιαστικός. Ο π. Ζωσιμάς (Δημάς) πήγε στη σκιά, ευτυχώς στην αριστερή πλευρά του προνάρθηκα. Ο Εκκλησιαστικός δεν μας είδε. Άνοιξε την Εκκλησία και πήγε να χτυπήσει τις καμπάνες. Τότε βγήκε από την σκιά ο π. Ζωσιμάς (Δημάς) μπήκε στην Εκκλησία, προσκύνησε και πήγε στη θέση του. ‘Άφησα και πέρασε ένα λεπτό και μπήκα κι’ εγώ για να μην καταλάβει, ότι τον είδα.

Αυτή τη λειτουργία την ένοιωσα πάρα πολύ. ‘Ήμουν άλλος άνθρωπος. Προσευχόμουν βαθιά και την αισθάνθηκα όσο ποτέ πριν. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη χαρά. Μόλις κοινώνησα αισθάνθηκα πολύ πιο μεγάλη χαρά και μια θέρμη στην ψυχή μου. Ξεκίνησα για το Καλύβι μας μέσα στο δάσος. Ήταν χάραμα. Τα αηδόνια κελαηδούσαν, γινόταν χαλασμός από το κελάηδημα. Εγώ έλεγα στο δρόμο την Ευχαριστία. ‘Ήμουν εκεί στο: “Παναγία, Δέσποινα, Θεοτόκε, το φως της εσκοτισμένης μου ψυχής”, κι  ένοιωσα ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση και την Χάρη του Θεού να έρχεται μέσα μου. Άνοιξα τα χέρια μου σαν σταυρωμένος και άρχισα να λέει: “Δόξα Σοι ο Θεός”, και τότε ακριβώς μου δόθηκε το “Χάρισμα της Διοράσεως”.

Όταν έφθασα στο Καλύβι “είδα” τους γέροντές μου να έρχονται μέσα στο δάσος. Ζ\εν φαινόντουσαν από το Καλύβι μέσα στο δάσος, στα πυκνά δένδρα, αλλά εγώ με τη διόραση τους έβλεπα. Και το χάρισμα μεγάλωνε συνέχεια. Αυτός ο π. Ζωσιμάς (Δημάς) ήταν η αίτια κι  εγώ τον ευλαβούμην πολύ».

* * *

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διηγήσεως μια ευωδία «ξένη» είχε γεμίσει το μικρό κελλί και μας τύλιγε και εισχωρούσε σ’ όλη μας την ύπαρξη. Ήταν η ευωδία του Αγίου Πνεύματος και των αγίων Αγγέλων που υποδεχόντουσαν την ταλαίπωρη ψυχή που είχαμε φέρει στο Γέροντα και που ξαναγύριζε στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Γνωρίζω, πως ο Γέρων Πορφύριος δεν μας τα είπε όλα. Ο ίδιος, όταν κάποτε του θύμισα ότι μας διηγήθηκε πως πήρε το Χάρισμα, μου είπε: «Δεν σας τα είπα όλα». Έτσι, ας αρκεστούμε σε όσα η αγάπη του και η ταπεινοφροσύνη του θέλησαν να μας αποκαλύψουν.

Εκεί, στην ησυχία του Αγίου Όρους, κάτω από την προστασία της άκρας υπακοής, μέσα στην Θεία Αγάπη του Χριστού, με αδιάλειπτη την νοερά προσευχή, ο μοναχός Νικήτας, με πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν είχε ποτέ διανοηθεί να επιστρέψει στον κόσμο. Η πρόνοια όμως του Θεού «ίνα μη μείνη ο φαίνων λύχνος υπό τον μόδιον» είχε άλλα σχέδια καθώς απεδείχθη. Και τον προετοίμασε «ίσως σκοπώ του μετά το σωθήναι σώσαι τινας» (Κλίμαξ).

Κατά θεία παραχώρηση αρρώστησε από πλευρίτιδα και οι γέροντές του τον έστειλαν στους γονείς του για ανάρρωση. Οι γονείς του, τον θεωρούσαν νεκρό και του έκαναν και μνημόσυνα. Όταν ανέρρωσε ξαναγύρισε χαρούμενος στην Καλύβη των γερόντων του, στα Καυσοκαλύβια. Ο Θεός όμως τον ήθελε στον κόσμο, ποιμένα πολλών λογικών προβάτων. Η υποτροπή της αρρώστιας του ενέπνευσε τους γέροντές του να του δώσουν εντολή να εγκατασταθεί σε μοναστήρι, εκτός του Αγίου Όρους. Ο μοναχός Νικήτας υπέταξε ταπεινά το θέλημά του στο θέλημα των γερόντων του και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους στην Εύβοια.

Εκεί τον συνάντησε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Εαιθώ και Ηγούμενος της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά, Πορφύριος ο Γ’, που εφιλοξενείτο, ως επισκέπτης. Ο Ιεράρχης διέγνωσε την αρετή και τα θεία χαρίσματα του νεαρού μοναχού και εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από το χάρισμα της διοράσεώς του, όταν του αποκάλυψε κάτι μυστικό από το μοναστήρι του Όρους Σινά, που κανείς δεν το ήξερε. Τον χειροτόνησε πρεσβύτερο σε ηλικία 2021 ετών και τον ονόμασε Πορφύριον.

Ο οικείος Επίσκοπος τον έκανε πνευματικό είκοσι ενός ετών, κατά την διάρκεια της πανηγυρικής θείας λειτουργίας, ενώπιων πλήθους λαού, λέγοντας τα λόγια του Σοφού Σολομώντος: «Πολιά δε έστι φρόνησις ανθρώποις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος».  Μέχρι τώρα δεν είχατε πνευματικό. Από σήμερα θα έχετε τον π. Πορφύριο». Και ο ίδιος ο Γέροντας, με δάκρυα στα μάτια, έλεγε: «Με έκανε πνευματικό, μέσα σε τόσο κόσμο, είκοσι ενός χρονού άνθρωπο…».

Στην Εύβοια, στο χωριό, όλην την ημέρα φρόντιζε το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία. Το βράδυ ανέβαινε στο βουνό, όπου είχε σκάψει ένα λάκκο πολύ βαθύ ενάμισι μέτρο πλάτος και δύο μέτρα μήκος, με ένα στρωσίδι και ένα σκέπασμα.

Ο ίδιος μου διηγείται: « Εκεί προσευχόμουν πολύ καθαρά μέσα στο μυαλό μου. Είχα κάνει και μια καλύβα μέσα σε αγράμπελες ανθισμένες. Ένα βράδυ κάθισα κάτω από την καλύβα και έλεγα το απόδειπνο, νοερώς. Όταν έλεγα την ευχή της Παναγίας, είδα την Παναγία με όλα τα Τάγματα των Αγγέλων. Ήρθα σε κατάνυξη και γονάτισα. Ήρθε τότε μια λάμψη από τον θρόνο της Παναγίας και άρχισα να λέω δυνατά: “Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε, Θεόνυμφε Δέσποινα”. Φώναζα δυνατά στο δάσος. Τα αηδόνια κελαηδούσαν. Μπροστά μου ήταν ένας σχίνος και ξαφνικά είδα ένα ανθρώπινο κεφάλι να κουνιέται μέσα στον σχίνο. Σταμάτησα κι  αυτός με ρώτησε: “Άνθρωπος είσαι η διάβολος;” “Άνθρωπος είμαι”, του είπα. Βγήκε από τον σχίνο και μου είπε: -“Πάτερ σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήρθα από την Αμερική και την σκότωσα και θέλω να φύγω. Πήγαινε φέρε μου ψωμί”. Πήγα στο μοναστήρι στην Εκκλησία, και του έφερα ένα σακούλι πρόσφορα. Μου είπε: “Μόλις σε είδα, είπα: ποιος τον έφερε αυτόν τον διάβολο εδώ; Αλλά εσύ είσαι άνθρωπος του Θεού. Μην πεις σε κανέναν τίποτα”. Μου φίλησε το χέρι κι  έφυγε. ‘Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν χωροφύλακες και τον γύρευαν. Εγώ δεν ήθελα να πω ψέματα και χώθηκα στον λάκκο. Ήταν εκεί κοντά και τσοπαναραίοι. Άκουσα τους χωροφύλακες να ρωτούν τους τσοπαναραίους μήπως είδαν να κρύβεται κάποιος άνθρωπος και αυτοί απάντησαν πως δεν είδαν. Τότε άρχισαν να ρωτούν που είμαι εγώ και οι τσοπαναραίοι είπαν: Αφήστε τον παπα. Αυτός κάνει την προσευχή του. Έτσι ούτε εγώ τον μαρτύρησα, ούτε ψέματα είπα».

* * *

Μέχρι το 1940 ο ιερομόναχος Πορφύριος ασκήθηκε ευδοκίμως με την Χάρη του Θεού στην Εύβοια. Αναδεχόταν τις εξομολογήσεις από πλήθη πιστών, πολλές φορές επί πολλές και αδιάκοπες ώρες. Με το χάρισμα της διοράσεως τους βοηθούσε να έρθουν σε αυτογνωσία, να μετανοήσουν βαθιά και να εξομολογηθούν ειλικρινά. Είχε καταλάβει καλά ο νέος ακόμα ιερομόναχος, πως το χάρισμα της διοράσεως του το χάρισε ο Θεός για να βοηθήσει όσους προσέρχονταν στο πετραχήλι του. Για το λόγο αυτόν το χρησιμοποίησε με φόβο Θεού, αποκλειστικά και μόνον για την βοήθεια όσων κατέφευγαν σ’ αυτόν «κοπιώντων και πεφορτισμένων», οι οποίοι εύρισκαν ανάπαυση κοντά στον Χριστό.

Αυτός ήταν ο λόγος που το χάρισμα αυτό της διοράσεως όχι μόνον τον κοσμούσε μέχρι τέλους της ζωής του, αλλά αυξανόταν συνεχώς σε σημείο, ώστε να μη υπάρχουν για το διορατικό όμμα του οσίου Γέροντος, όταν η Χάρις ενεργούσε, παρελθόντα, από καταβολής κόσμου και καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρωπίνης ιστορίας, ενεστώτα γεγονότα και μέλλοντα, εγγύς, η μακράν, υπόγεια, επίγεια, επουράνια που να μην τα «βλέπει» και να μην τα κατανοεί.

Δεν υπήρχαν πράξεις, γεγονότα της ζωής των ανθρώπων, που να μην τα γνωρίζει. Δεν υπήρχαν αισθήματα, λόγια, που να ειπώθηκαν η διαλογισμοί που ανέβηκαν στην καρδιά, τους οποίους δεν ήξερε.

Έτσι, με τη Χάρη του Θεού, ξεναγούσε πνευματικά του παιδιά στις αρχαιότητες της Δωδώνης και του Αμφιαρείου, αλλά και σε απόκρημνες σπηλιές του Λιβάνου, όπου ελατρεύοντο σε προϊστορικά χρόνια θεότητες, περιγράφοντας τους χώρους και τις τελετές, έτσι, όπως δεν περιγράφονται σε κανένα βιβλίο.

«’Έβλεπε» σε μεγάλο βάθος το νερό να τρέχει, «κατέβαινε» και το δοκίμαζε αν είναι πόσιμο, κι όχι μόνον στην χώρα μας, αλλά και σ’ αυτήν την μακρινή Κορέα. Συμβούλευε, τηλεφωνικώς, πνευματικά του παιδιά που ζούσαν στην Κεντρώα Αφρική και τους υποδείκνυε το κτήμα στο οποίο θα πρόκοβε η φυτεία του καφέ και θα έδιδε πολύ καρπό.

Παρακολουθούσε την ζωή πνευματικών του παιδιών που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό και τους περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια την κάθε τους κίνηση, πράξη και λόγια. Περιέγραφε τα αισθήματα και τους διαλογισμούς μας, αγαθούς και πονηρούς για να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μεγαλύτερο ζήλο για την πνευματική ζωή η να μετανοήσουμε. Προστάτευε ανθρώπους που κινδύνευαν πολύ μακριά, με προσωπική του παρουσία, και δική του ενέργεια. «Έβλεπε» τις ψυχές των κοιμηθέντων και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Αυτό το χάρισμα της διοράσεως «εγέννησε» το χάρισμα της προοράσεως. Αποκάλυπτε και ανέλυε τις αιτίες από τις οποίες έρχονται οι κακίες και υποδείκνυε τρόπους αποφυγής και εκκοπής των παθών, ασφαλείς και αποτελεσματικούς.

Το έτος 1938 του απονεμήθηκε από τον οικείο Μητροπολίτη Καρυστίας το οφίκιο του αρχιμανδρίτη «προς βράβευσιν των υπηρεσιών σου, ας υπέρ της Εκκλησίας προσήνεγκες μέχρι σήμερον, ως πνευματικός πατήρ και διά τας χρηστάς ελπίδας, ας τρέφει εις σε η Αγία ημών Εκκλησία», καθώς γράφει επί λέξει το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 92/10-2-1938 έγγραφο του οικείου μητροπολίτη του οποίου οι χρηστές ελπίδες, με την Χάρη του Θεού, επιβεβαιώθηκαν από τα πράγματα.

Όταν πλησίαζε η λαίλαπα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα, ο Πανάγαθος Θεός επεστράτευσε τον πιστό Του δούλο Πορφύριο σε νέα υπηρεσία, πιο κοντά στον δοκιμαζόμενο λαό Του. Από τις 12 Οκτωβρίου 1940 του ανέθεσαν καθήκοντα προσωρινού εφημερίου στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, στη μέση της Αθήνας, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, μετά από αίτηση του και αφού πήρε ευλογία από τον οικείο αρχιερέα.

‘Ήθελε λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πάσχοντα άνθρωπο, να βρίσκεται κοντά του στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Τότε που ο πόνος, η αρρώστια, και ο επικείμενος θάνατος αποδεικνύουν άχρηστη κάθε άλλη ελπίδα, εκτός του Χριστού.

Τα καθήκοντα του «προσωρινού» εφημερίου στον Άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής άσκησε με την ευλογία της Εκκλησίας επί τριάντα συνεχή χρόνια και ασκήθηκε αντί στην έρημο του Αγίου Όρους, όπως είχε διαλέξει, στην έρημο της Ομονοίας, όπως διάλεξε γι’ αυτόν ο Θεός.

Έδωσε κι’ εδώ δείγμα της άκρας υποταγής του στο θέλημα του Χριστού, του οικείου Επισκόπου και της Συνόδου της Εκκλησίας. Ο ίδιος έλεγε: «Όταν εγώ δεν τα πάω με τον επίσκοπο καλά, δεν φθάνει η προσευχή μου στον Θεό».

Εδώ ασκούσε το έργο του εφημερίου με τέλεια ευλάβεια και αφοσίωση. Τελούσε με θαυμαστή ιεροπρέπεια τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εξομολογούσε, νουθετούσε και θεράπευε τις ψυχικές και πολλές φορές και τις σωματικές ασθένειες των νοσηλευομένων.

Παράλληλα ασκούσε το έργο του πνευματικού για όσους, εκτός της Πολυκλινικής, η Θεία Χάρις οδηγούσε σ’ αυτόν.

Οι αποδοχές του σαν εφημερίου της Πολυκλινικής, λόγω ελλείψεως τυπικών προσόντων, ήταν πολύ μικρές. Έτσι για να συντηρήσει τον εαυτό του και τους οικείους του, που είχε αναλάβει υπό την προστασία του, αναγκάστηκε να εργάζεται βιοποριστικά. Έφτιαξε με τους συγγενείς του στην αρχή πτηνοτροφείο και στη συνέχεια πλεκτήριο, απ’ τα οποία κέρδιζε τα προς το ζην.

Ο ζήλος του για την μυσταγωγικότερη τέλεση των ιερών ακολουθιών τον οδήγησε στην σύνθεση καταλλήλων αρωμάτων και την παρασκευή μοσχοθυμιάματος και πέτυχε άριστα αποτελέσματα.

Από το έτος 1955 μίσθωσε από την Ιερά Μονή Πεντέλης το μονύδριον του Αγίου Νικολάου στα Καλλίσια της Παλαιάς Πεντέλης με την γύρω-γύρω αγροτική περιοχή του. Την αγροτική αυτή περιοχή την καλλιεργούσε φιλόπονα και φύτεψε πολλά δένδρα.

Όλα αυτά παράλληλα με το εφημεριακό και εξομολογητικό του έργο, που το ασκούσε νυχθημερόν. Εκτιμούσε ιδιαίτερα την εργασία και δεν επέτρεπε στον εαυτό του καμία ανάπαυση, γιατί γνώριζε από δική του πείρα και όχι γιατί κάποιος από τους πατέρες το είπε, πως ο Θεός και οι Άγγελοι αυτού χαίρονται στις ανάγκες, ενώ ο διάβολος και οι εργάτες του χαίρονται στην ανάπαυση.

Προς το τέλος της υπηρεσίας του στην Πολυκλινική ασθένησε από πάθηση των νεφρών, αλλά καίτοι άρρωστος συνέχισε να εργάζεται. Η εγχείριση που έπρεπε να είχε κάνει από καιρό έγινε καθυστερημένα. Ο ακούραστος εργάτης του Θεού πέρασε την πόρτα του θανάτου και προετοιμάστηκαν όλα τα σχετικά με την κηδεία και την ταφή του. Ο Θεός όμως θέλησε ο πιστός Του δούλος να υπηρετήσει για πολλά ακόμα χρόνια το πλήρωμα της Εκκλησίας Του, και παρά πάσαν ιατρική πρόβλεψη επανήλθε στην κατά σάρκα ζωή.

Στις 16-3-1970 πήρε μικρή σύνταξη από το ΤΑΚΕ, «ως συμπληρώσας τριακονταπενταετία», αλλά εξακολούθησε το έργο του πνευματικού και ιερέως τρία χρόνια ακόμη στην Πολυκλινική και μετά στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων, στην Παλαιά Πεντέλη.

Όλα τα χρόνια που διακονούσε στην Πολυκλινική λίγοι άνθρωποι τον γνώριζαν. Αθόρυβα, ταπεινά, «εν κρυπτώ» υπηρετούσε το συνάνθρωπο με τα χαρίσματα που ο Θεός του έδωσε. Και όπως ένα αηδόνι, που άκουσε κάποτε στην ερημιά του δάσους του Αγίου Όρους να κελαηδάει ολομόναχο, μόνον για τον Δημιουργό Του, έτσι και ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος έψαλλε στην έρημο της Ομονοίας των Αθηνών, στο Παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής, τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, χωρίς να τον ξέρουν πολλοί, παρά μόνον ελάχιστοι άνθρωποι.

Ο Θεός όμως βλέποντας την απλή, καθαρή και πάνω απ’ όλα ταπεινή καρδιά του δούλου Του άρχισε σιγά-σιγά να τον φανερώνει στους ανθρώπους. Ο ίδιος όχι μόνο δεν το επεδίωκε, αλλά δεν είχε καμιά ιδέα για τον εαυτό του. Μάλλον είχε την ιδέα, πως ήταν ανάξιος και αμαρτωλός και διαρκώς μεμφότανε τον εαυτό του. Αυτό έλεγε πως πρέπει να έχουμε οι εξομολογούμενοι. Την ταπείνωση και την αυτομεμψία.

Έτσι στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων άρχισε να συρρέει πλήθος κόσμου, ψυχές βασανισμένες. Στην αρχή ψυχικά άρρωστοι με πάθη δυσίατα και στη συνέχεια και με σωματικά αρρωστήματα και ψυχολογικές διαταραχές. Ποτέ δεν «κατέαξε κάλαμον συντετριμμένον» * Ποτέ δεν πλήγωσε άνθρωπο βεβαρημένον με πλήθος αμαρτήματα.

Είναι άξια θαυμασμού η στάση του, όταν, ως ιερέας του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής, πήγε των Φώτων να «αγιάσει» σε «σπίτι» με εκδιδόμενες γυναίκες. Κάλεσε όλες τις φοβισμένες ψυχούλες να φιλήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Η διευθύνουσα του οίκου του λέει πως αυτές δεν κάνει να φιλήσουν τον Σταυρό. Τότε ο ταπεινός ιερέας του Χριστού, που είχε Τύπο και Υπογραμμό τη Ζωή του Χριστού της απάντησε: «Να εξετάσουμε να δούμε ποιος δεν κάνει, αυτές η εσύ…» και λέει απλά, αλλά με εξουσία «Άστες να φιλήσουν το Σταυρό». Όταν προσκύνησαν όλες τους λέει: «Χάρηκα σήμερα, παιδιά μου, που ήρθε ο Χριστός σήμερα εδώ και ο Σταυρός. Βλέπω, ότι εσείς έχετε πολύ καλές ψυχές, πιο καλές από μένα και μπορείτε να αγαπήσετε πιο πολύ τον Χριστό, απ’ όσο τον αγαπάω εγώ. Άντε, εύχομαι να τον γνωρίσετε και να τον αγαπήσετε, καλημέρα…» και έφυγε κλαίγοντας.

Αυτή η στάση του Γέροντος Πορφυρίου προς τον κάθε αμαρτωλό και εξομολογούμενο, απέρρεε απ’ τη βαθιά αίσθηση που είχε της ενότητος του ανθρωπίνου γένους. Την πτώση του πλησίον, «εν αισθήσει καρδίας» την θεωρούσε και δική του πτώση. Την θεωρούσε πτώση της ανθρώπινης φύσεως ενώπιων του Θεού και η θλίψη του ήταν μεγάλη. Όπως και η χαρά του και η αγαλλίαση του ήταν επίσης απερίγραπτη, όταν συναντούσε ανθρώπους του Θεού.

Αυτή η αίσθηση της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως εκφραζόταν και στον τρόπο που προσευχόταν για τον άνθρωπο. Δεν έλεγε «Κύριε, Ιησού, Χριστέ ελέησον τον δούλον Σου δείνα…» αλλά «Κύριε, Ιησού, Χριστέ ελέησον με» γιατί σ’ αυτό το «με» έβλεπε το εγώ, το εσύ και όλους τους ανθρώπους.

Επίσης ο Γέροντας Πορφύριος ξεχώριζε σαφώς και απόλυτα την αμαρτία από τον αμαρτωλό. Την αμαρτία την κατέκρινε, αλλά ποτέ δεν κατέκρινε τον αμαρτωλό. Τον αμαρτωλό τον αντιμετώπιζε όπως ο γιατρός τον ασθενή.

Όταν κάποτε ένα πνευματικό του παιδί του είπε «Γέροντα θέλω να εξομολογηθώ, αλλά ντρέπομαι», η απάντηση του ήταν απαλή, ενθαρρυντική: «Αχ καημένο. Τι νομίζεις πως είναι 6 πνευματικός; Γιατρός είναι. Όταν σπάσεις το χέρι σου και πας στον γιατρό θα σου πη “στραβός ήσουν και έπεσες και το έσπασες;” η θα πάρει το χεράκι μαλακά-μαλακά για να μην πονέσει, θα βάλει στη θέση του το κόκκαλο και θα το βάλει στο γύψο για να δέση; Αυτό είναι ο πνευματικός».

Όσο συνέρρεε ο κόσμος, όσο η φήμη του εξαπλωνόταν, τόσο πιο πολύ ταπεινωνόταν, κι’ όσο πιο πολύ ταπεινωνόταν, και εξουθένωνε τον εαυτό του, τόσο τα χαρίσματα της διακρίσεως, της διοράσεως, της προοράσεως, των ιαμάτων, της γλωσσολαλιάς, της απαθείας, της ανυπόκριτης και αδιάκριτης προς κάθε άνθρωπο και προς όλη την κτίση αγάπης, μεγάλωναν.

Ο κάθε προσερχόμενος αισθανόταν, ότι τον αγαπούσε μόνον και μοναδικά, έτσι, όπως ο Θεός αγαπάει τον κάθε άνθρωπο. Κι όσο όλα αυτά τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος γιγαντώνονταν, τόσο αισθανόταν, ότι είναι ανάξιος και ότι βρίσκεται μακριά από τον Θεό. Είναι χαρακτηριστικές οι συζητήσεις που έγιναν μεταξύ του Γέροντος Πορφυρίου και του Γέροντος Παϊσίου η μία, και του Γέροντος Πορφυρίου και ενός επισκόπου η άλλη: Στην πρώτη, όταν ο Γέρων Παΐσιος επισκέφτηκε τον Γέροντα Πορφύριο, ο τελευταίος με δάκρυα είπε στον Γέροντα Παΐσιο. «Παΐσιε, εσύ αγωνίστηκες, ασκήθηκες, θυσίασες τη ζωή σου για τον Χριστό και ο Χριστός σου έδωσε τα Χαρίσματα Του. Εγώ δεν έκανα τίποτα για τον Χριστό. Μου τα έδωσε όλα χάρισμα».

Στην άλλη συνάντηση, όταν κάποιος επίσκοπος τον επισκέφτηκε και τον παρατήρησε, λέγοντάς του: « Τι κάνεις εσύ εδώ; Έρχονται εδώ οι άνθρωποι και εσύ τους τα φανερώνεις όλα;»  Ο Γέροντας του απάντησε. «Δεσπότη μου, δεν βλέπεις πως όλη η Αττική γέμισε με μάντηδες, μάγισσες, μέντιουμ και καφετζούδες; Ο Θεός μου έδωσε αυτό το χάρισμα για να βοηθηθούν οι χριστιανοί. Εγώ είμαι αμαρτωλός και ανάξιος. Παρακάλεσε, Δεσπότη μου, τον Θεό να με συγχωρεί τον αμαρτωλό και να με σώσει». Και στη συνέχεια αναρωτιόταν: «είπα άραγε σωστά στον δεσπότη;».

Όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ο Γέρων Πορφύριος τα χρησιμοποιούσε για να στρέψη τον άνθρωπο προς τον Χριστό. Να τον συνάψει με τον Χριστό. Να τον ενισχύσει στον αγώνα του. Να του μεταλαμπαδεύσει την φλόγα της αγάπης του προς τον Χριστό. Ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε για κανέναν άλλο λόγο, κι’ ας επεχείρησαν πολλοί να τον παρασύρουν να τους αποκαλύψει θησαυρούς.

Παρέστην μάρτυς του εξής γεγονότος: Περιμέναμε πολλοί τον Γέροντα που ήταν μέσα στο δάσος. Όταν ήρθε, είπε: «Να σας πω μια ιστορία. Ήταν κάποιος που είχε έναν κουβά με νερό και μία βούρτσα και “έβαφε” έναν τοίχο. Πέρασαν τρεις άνδρες και τον ρώτησαν: Τι κάνεις εκεί; Ο άνθρωπος με την βούρτσα απάντησε: βάφω το σπίτι. Μα τρελλός είσαι, του λένε, με νερό βάφεται το σπίτι; Ναι, απαντάει ο άνθρωπος με την βούρτσα. Εσείς με λέτε τρελλό, εγώ όμως, έχω κρύψει έναν μεγάλο θησαυρό κάτω από εκείνο εκεί το δένδρο -και τους έδειξε ένα μεγάλο δένδρο πιο κάτω. Την άλλη μέρα πάλι ο ίδιος άνθρωπος “έβαφε” με νερό τον ίδιο τοίχο. Ξαναπερνούν οι τρεις άνδρες και του λένε; -Βρε συ τρελλέ, γιατί είπες ψέματα; Εμείς όλη τη νύχτα σκάψαμε κάτω από το δένδρο και δεν βρήκαμε θησαυρό. Τότε ο πρώτος τους λέει; Α έτσι. Σκάψατε να βρείτε τον θησαυρό; Και προτείνοντάς τους την βούρτσα τους είπε; -Ελάτε τώρα να βάψετε εσείς τον τοίχο». Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Γέροντας, ένας από τους τρεις άνδρες που περίμεναν μαζί μας άναψε νευρικά τσιγάρο. Ο δεύτερος άρχισε να βηματίζει αμήχανα και ο τρίτος, πιο ψύχραιμος είπε στον Γέροντα: -Γέροντα αυτό το είπατε για μας. Ο Παππούλης, αντί άλλης απαντήσεως είπε: «Πάτε στην ευχή του Χριστού». Οι τρεις άνδρες είχαν έρθει να τον παρακαλέσουν να τους υποδείξει που ήταν κρυμμένος ένας θησαυρός…

Από όσους κατέφευγαν στον Γέροντα άλλοι μεν ένοιωθαν τι συνέβαινε, έπαιρναν το μήνυμα, άνοιγε η καρδιά τους και η ζωή τους άλλαζε, κι’ άλλοι δεν τον καταλάβαιναν και έφευγαν από κοντά του κενοί και ανέγγιχτοι, όπως κάποιος επιστήμων, πολύ μορφωμένος, ερευνητής, μετά από αποκαλύψεις, τις οποίες του έκανε ο Γέροντας για την έρευνα στην οποία εργαζόταν εκείνο τον καιρό, και σε άλλα θέματα προσωπικά, αποφάνθηκε «είναι καλό γεροντάκι»…

Ο ίδιος ο Γέροντας ποτέ δεν έκανε διακρίσεις και σε όλους άνοιγε την θύρα και έδειχνε τον δρόμο προς την Αγάπη του Χριστού και έλεγε ενθαρρυντικά «δεν είναι δύσκολα. Είναι μόνον ένα πήδημα».

Τα πνευματικά του παιδιά τα αντιμετώπιζε με άπειρη αγάπη και απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας τους. Δεν ήταν εξουσιαστικός, δεν ήταν αυστηρός, δεν ήταν εξαναγκαστικός. Ήταν πατέρας φιλόστοργος, γεμάτος σπλάγχνα, επιείκεια, θεϊκή αγάπη!!!. Πόσες φορές δεν δέχτηκε ανθρώπους που επέστρεφαν από την άσωτη ζωή τους, σαν τον Πατέρα της παραβολής του ασώτου, και βλέποντας την μετάνοια τους, τους οδηγούσε στο Δείπνο, γεγονός που συγκλόνιζε τον επιστρέφοντα.

Στον Άγιο Νικόλαο στα Καλλίσια, στις 20-8-1978 έπαθε έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύτηκε στο «ΤΓΕΙΑ» είκοσι ημέρες. Μετά τη νοσηλεία του φιλοξενήθηκε σε σπίτια πνευματικών του παιδιών στην Αθήνα επί ένα περίπου χρόνο. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν έπαψε να εξομολογεί και να καθοδηγεί όσους κατέφευγαν σ’ αυτόν, χωρίς να φείδεται της εύθραυστης πλέον υγείας του. Συγχρόνως άρχισε την αναζήτηση τόπου καταλλήλου για την ίδρυση και ανέγερση ιερού μοναστικού ησυχαστηρίου για την εγκαταβίωση ευλαβών γυναικών, πνευματικών του τέκνων και πιστών βοηθών, για πολλά χρόνια.

Επισκέφθηκε πολλούς τόπους και εξέτασε όλες τις συνθήκες. Εν τω μεταξύ κατήρτισε με την βοήθεια πνευματικών του τέκνων το Καταστατικό του Ησυχαστηρίου με έδρα την φτωχότατη, από το 1948, μικρή, λιθόχτιστη, ασοβάτιστη, χωρίς τα στοιχειώδη, κατοικία του στα Τουρκοβούνια των Αθηνών. Μετά την κανονική άδεια του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ και της Ιεράς Συνόδου αξιώθηκε να ίδει το Ιερό Γυναικείο Ησυχαστήριο «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» να αναγνωρίζεται με Προεδρικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το 1981.

Ο τόπος για την ανέγερση του Μετοχίου βρέθηκε. Ο Γέροντας Πορφύριος, εργάτης και δοχείο ο ίδιος του Θαβωρίου φωτός, οδηγήθηκε από τον Θεό και βρήκε και αγόρασε για τον σκοπό αυτό κτήματα στη θέση «Αγία Σωτήρα» στο Μήλεσι Αττικής. Εγκαταστάθηκε εκεί αρχικά σε τροχόσπιτο αψηφώντας τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και την έλλειψη στοιχειωδών ανέσεων. Στη συνέχεια διέμενε σε μικρό ευτελή από τσιμεντόλιθους οικίσκο. Τότε άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες με δαπάνες και οικονομίες των οικείων του και με την οικονομική και χειρωνακτική βοήθεια πνευματικών του παιδιών.

Πριν από την αποπεράτωση του κτιρίου υποβλήθηκε σε εγχείριση καταρράκτη του αριστερού οφθαλμού. Από σφάλμα κατά την εγχείριση έχασε την όραση του οφθαλμού του. Εξ αιτίας δε της ενέσεως κορτιζόνης που του έκαναν, χωρίς την έγκριση του, έπαθε συνεχείς επί τρίμηνο επαναλαμβανόμενες γαστρορραγίες, με αποτέλεσμα να φθάσει και πάλι στο χείλος του θανάτου. Αλλά και πάλι ο Θεός τον χάρισε στους δεομένους πιστούς, για την ωφέλεια πολλών.

Από τότε διαταράχτηκε σοβαρά και ανεπανόρθωτα η σωματική του υγεία. Παρά ταύτα όμως συνέχισε το έργο του πνευματικού, και όσο σωματικώς κατέρρεε, τόσο πνευματικώς εκραταιούτο: «η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» λέγει ο λόγος του Θεού .

Πλήθη κόσμου «κακώς εχόντων» προσέφευγαν σ’ αυτόν και πλήθους θαυμάτων έγιναν μάρτυρες το τροχόσπιτο, ο ευτελής από τσιμεντόλιθους οικίσκος, τα πεύκα του δάσους και όσοι έτυχε να βρίσκονται κοντά του εκ περιτροπής…

Κι’ όμως ποτέ δεν παρεκάλεσε τον Θεό να τον κάνη καλά. Μας εμπιστεύτηκε ο ίδιος: «Δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Θεό να με κάνη καλά. Ντρέπομαι». Αυτό ανέλαβαν να το κάνουν πολλοί ελεηθέντες, γιατί είχαμε επίγνωση πως θα χάσει ο κόσμος ένα θησαυροφυλάκιο του Αγίου Πνεύματος, αν φύγει.

Μέσα σε φρικτούς πόνους, με την παντελή του τύφλωση, που ακολούθησε σε λίγο, με τον όγκο στην υπόφυση, που ο ίδιος διέγνωσε, με έρπητα ζωστήρα στο πρόσωπο και στο κεφάλι, με έκζεμα στο χέρι, δεν έπαψε να δέχεται, λιγότερους, βέβαια, τώρα ανθρώπους, αλλά να προσεύχεται με αλάλητους στεναγμούς για όλους όσοι πήγαιναν κοντά του ζητώντας την βοήθεια του Θεού. Και η Χάρις του Κυρίου ενεργούσε.

Σημεία πολλά έγιναν αυτά τα χρόνια εκεί. Καρκινοπαθείς βρήκαν την υγεία τους. Ετοιμοθάνατοι, σχεδόν νεκροί, ξεγραμμένοι από τους γιατρούς, ανέζησαν. Δαιμονισμένοι θεραπεύθηκαν. Ξηραμένο χέρι μιας γυναίκας αποκαταστάθηκε υγιές όπως και το άλλο. Ψυχικά ασθενείς επανήλθαν σε φυσιολογική κατάσταση. Άτεκνες, στείρες γυναίκες τεκνοποίησαν. Πλανηθέντες επανήλθαν στην Εκκλησία. Βεβαρημένοι από πλήθος αμαρτιών εξομολογήθηκαν και συνδέθηκαν με τον Χριστό. Και πόσα άλλα θαυμαστά έγιναν που κανένας άλλος δεν τα γνωρίζει, εκτός από αυτόν στον οποίο συνέβησαν!

Είχε ακόμα δύο εκκρεμότητες. Αυτός που αγαπούσε πολύ το Άγιον Όρος ήθελε να επιστρέψει και να αναπαυθεί εκεί, πρώτον γιατί ήθελε να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε κατά την μοναχική του κουρά και δεύτερον για να μη κοιμηθεί στον κόσμο και τιμηθεί. Κατά θεία παραχώρηση κοιμήθηκε και ο τελευταίος κάτοχος της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων, όπου ο Γέροντας Πορφύριος είχε καρεί μοναχός. Την ζήτησε από την Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου και του παραχωρήθηκε με την από 8/21-9-1984 ενσφράγιστη μοναστηριακή ομολογία. Εκεί εγκατέστησε μερικούς υποτακτικούς του. Οι τρεις πρώτοι έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από άλλους. Το καλοκαίρι του 1991 ήσαν στην καλύβη πέντε μοναχοί. Είχε προείπει σε πνευματικό του τέκνο, πως, όταν γίνουν οι μοναχοί στον Άγιο Γεώργιο Καυσοκαλυβίων πέντε, θα εκδημήσει.

Η δεύτερη εκκρεμότητα ήταν η ανέγερση του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μετόχι του Ησυχαστηρίου, στο Μήλεσι. Κατ’ αρχήν δόθηκε η έγκριση του επιχωρίου μητροπολίτη και του μητροπολίτη της έδρας του Ησυχαστηρίου. Καταρτίστηκε και εγκρίθηκε η σχετική μελέτη από το αρμόδιο μητροπολιτικό συμβούλιο και την αρμόδια επιτροπή ναοδομίας και το έτος 1989 άρχισαν οι εκσκαφές για την θεμελίωση.

Η θεμελίωση έγινε 25 προς 26 Φεβρουαρίου του έτους 1990, στη διάρκεια αγρυπνίας για την μνήμη του Αγίου Πορφυρίου επισκόπου Γάζης του θαυματουργού. Ο Γέροντας Πορφύριος, βαριά άρρωστος και τυφλός, αδυνατεί να κατέβη σε βάθος ένδεκα μέτρων κάτω στη γη, όπου θα τοποθετούσαν τον θεμέλιο λίθο. Παρέδωσε το σταυρό του με μεγάλη συγκίνηση να τον τοποθετήσουν για θεμέλιο λίθο και ευχήθηκε: «Σταυρέ του Χριστού στερέωσαν τον οίκον τούτον. Σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει Σου. Μνήσθητι Κύριε του ταπεινού δούλου Σου Πορφυρίου και της συνοδείας αυτού…». Μνημόνευσε όλους τους συνεργάτες του, και παρήγγειλε να τοποθετήσουν τα ονόματά τους σε ειδική θήκη στον ναό για αιώνια μνημόνευση τους.

Σύντομα άρχισαν και συνεχίστηκαν οι εργασίες κατασκευής του ναού αυτού εξ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Αξιώθηκε να τον δει με τα πνευματικά του μάτια, γιατί από πολλά χρόνια ήταν εντελώς τυφλός, να έχει φθάσει στη βάση του κεντρικού τρούλου. Στο σημείο αυτό ήταν και την ημέρα της εκδημίας του.

Παραμονές της Αγίας Τριάδος του έτους 1991 κατέβηκε στην Αθήνα και εξομολογήθηκε σε υπέργηρο ασθενή πνευματικό ιερέα, έλαβε την άφεση και ανεχώρησε για την Καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων στο Άγιον Όρος. Εκεί εγκαταστάθηκε και προετοιμαζόταν για την εκδημία του και την καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Χριστού.

Εκεί μπροστά στον ανοιγμένο τάφο του υπαγόρευσε σε πνευματικό του τέκνο την από 4/17-6-1991 αποχαιρετιστήρια, συμβουλευτική και συγχωρητική επιστολή του προς τα πνευματικά του τέκνα. Η επιστολή βρέθηκε στα μοναχικά του ιμάτια που προορίζονταν για την προς ταφήν ένδυση του. Η επιστολή αυτή αποτελεί απόδειξη της απέραντης υψοποιού ταπεινώσεώς του και είναι η εξής:

« Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.

Τώρα, που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας, θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργασθεί στη Διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σα μικρό παιδί, που ήμουνα, δώδεκα, δέκα πέντε χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά. Και θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχτηκα σε δύο Γέροντές αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο.

Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη προς το Θεό, και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, για τις αμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ και οι Γέροντες μου μού είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό, εις τον Άγιον Ιωάννην Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες, όταν ξαναπήγα στον κόσμο, συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι σήμερα έγιναν πάρα πολλές. ‘0 κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος.

Εγώ όμως αισθάνομαι, ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα, βεβαίως, τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω, ότι γι’ αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρεσε ο Θεός. Αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ όσο ζούσα, πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας. Αλλ’ όμως, τώρα, που θα πάω για τον ουρανό, έχω το συναίσθημα, ότι ο Θεός θα μου πη: “Τι θέλεις εσύ εδώ; ” Εγώ ένα έχω να του πω: “Δεν είμαι άξιος, Κύριε, για εδώ, αλλά ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα” Από κει και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ, όμως, να ενεργήσει η αγάπη του Θεού.

Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά ν’ αγαπήσουν το Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει ν’ αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη Χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.

Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στενοχώρησα.

Ιερομόναχος Πορφύριος Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/17 Ιουνίου 1991»

* * *

Τα πνευματικά του τέκνα των Αθηνών, με τις θερμές παρακλήσεις τους τον ανάγκασαν να έρθει στην Αθήνα δύο φορές, να τους παρηγορήσει και να τους βοηθήσει. Όλοι είχαμε την βεβαιότητα πως τον χάνουμε. Μας παρηγορούσε λέγοντας, ότι, όταν θα φύγω, θα μπορώ να σας βοηθάω καλλίτερα. Στην Αθήνα έμεινε και τις δύο φορές λίγες μόνον μέρες, επειγόμενος να γυρίσει το συντομότερο στο Άγιον Όρος να κοιμηθεί και να ταφή ήσυχα, εν προσευχή και μετανοία.

Την επιθυμία του αυτή εξεπλήρωσε ο Κύριος. Ο Γέρων Πορφύριος αξιώθηκε οσιακού τέλους σε άκρα ταπείνωσα, ανάμεσα στους πέντε υποτακτικούς του μόνο σε κοινή μαζί τους προσευχή. Του διάβαζαν τον πεντηκοστό και άλλους ψαλμούς, την ακολουθία «εις φυχορραγούντα» και έλεγαν την μονολόγιστη ευχή μέχρι να συμπληρωθεί ο κανόνας του μεγαλόσχημου μοναχού. Παρακαλεί τους μοναχούς: «Πέστε παιδιά μου πάνω μου να σωθώ. Δηλαδή με την προσευχή σας πέσετε πάνω μου, να προσεύχεσθε». Και προσεύχονταν οι μοναχοί να σωθεί ο Γέροντάς τους.

Οι τελευταίες λέξεις των τιμίων χειλέων του ήταν οι λέξεις της προσευχής του Κυρίου: «Ίνα ώσιν εν». Η οσία ψυχή του αποχωρίστηκε από το οστράκινο σκεύος του σώματος, το οποίο τόσο άσκησε με την εκούσια άσκηση και τόσα υπέφερε από τις οδυνηρές ασθένειες, στις 4.31 πρωινή ώρα της 19 Νοεμβρίου / 2 Δεκεμβρίου 1991 και πορεύτηκε στους ουρανούς.

Οι μοναχοί έντυσαν το τίμιο σκήνωμά του κατά τα μοναχικά έθη και το απέθεσαν στο Κυριακό. Οι πατέρες όλη την ημέρα ανέγνωσαν όλα τα Ευαγγέλια. Το βράδυ έκαναν ολονύκτια αγρυπνία, βάσει λεπτομερών γραπτών κατ’ εντολή του οδηγιών για την αποφυγή λάθους. Το πρωί της 20ης Νοεμβρίου / 3ης Δεκεμβρίου 1991, όταν στην ανατολή άρχισε να διαφαίνεται αμυδρά το φως της ημέρας, συμβολίζοντας την εκ του θανάτου στην Ζωή και στο Φως μετάβαση, όσων πιστεύουν στον Κύριο, μετέφεραν με ευλάβεια το ελαφρό τίμιο σκήνωμα του και το εναπέθεσαν σε ανοιγμένο από πολλούς μήνες πολύ βαθύ τάφο του.

Μόνον τότε, για να αποφύγει μεταθανάτιες τιμές είχε δώσει εντολή να αναγγελθεί και αναγγέλθηκε η κοίμηση του στα εκτός Καυσοκαλυβίων πνευματικά του τέκνα. Έδωσε εντολή να μην καλέσουν ούτε ακόμα και αγιορείτες μοναχούς, αν και είχε πολλούς μοναχούς και ηγουμένους πνευματικοπαίδια του. Κι αυτό από ταπείνωση και αγάπη.

Πριν από την κοίμηση του και μέχρι την ώρα της ταφής επικρατούσε σφοδρή κακοκαιρία και μεγάλη θαλασσοταραχή. Μετά την ταφή του τιμίου σκηνώματος η μέχρι τότε αγριαίνουσα φύση ημέρωσε. Η θάλασσα γαλήνεψε και ανοιξιάτικος ανέτειλε ο ήλιος.

Η ταπείνωση όμως του Γέροντος Πορφυρίου συνεχίζεται και μετά την κοίμηση του και πηγάζει και από τον τάφο του. Μετά από τρία χρόνια, μέσα στα οποία έγιναν πλήθος θαύματα, ιάσεις και εμφανίσεις του, έγινε η εκταφή του μόνον από τους μοναχούς της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και τα τίμια λείψανά του τα έκρυψε στο δάσος ένας από τους μοναχούς της Καλύβης. Εκεί θα ευωδιάζουν, ολομόναχα, μόνον για τον Χριστό. Όπως εκείνο το αηδόνι στο δάσος στα Καυσοκαλύβια κελαηδούσε ολομόναχο, μόνο για τον Δημιουργό του. Εκεί θα ευωδιάζουν την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, όπως ευωδιάζουν και άλλων αγνώστων στους ανθρώπους αγίων ασκητών τα λείψανα.

Έλεγε ο Γέροντας: «Όταν περπατούσα στο Άγιον Όρος πολλές φορές αισθανόμουν την ευωδία αγίων λειψάνων. Ήσαν τα λείψανα αγίων μοναχών, που είναι άγνωστοι στον κόσμο και γνωστοί μόνον στο Θεό».

Δεν ήθελε ο όσιος Γέροντας να τύχουν τιμής τα λείψανά του, γιατί είχε ακράδαντη την πεποίθηση της αναξιότητάς του. Λυτός που ζώντας ακόμα έκανε πλήθος θαυμάτων. Αυτός που έβλεπε τα παρελθόντα και τα μέλλοντα σαν παρόντα. Τα εγγύς και τα μακράν, τα κρυπτά των καρδιών, του νου και των σπλάγχνων, τα επίγεια, τα υπόγεια, τα επουράνια. Αυτός που εξέπληττε τους γιατρούς, όταν τους εξηγούσε τα της κατασκευής του σώματος, των λειτουργιών των διαφόρων συστημάτων του, των ασθενειών και της ιάσεως. Όταν εξέπληττε τους φαρμακοποιούς αναλύοντας την δράση των φαρμάκων και τους ερευνητές για την πορεία της επιστημονικής έρευνας τους. Τους μηχανικούς για την πέρα από τις δικές τους γνώσεις γνώσι, τους πάσης φύσεως επιτηδευματίες για τα επιτηδεύματα τους. Τις μοδίστρες υψηλής ραπτικής για την επιτυχέστερη κατασκευή των ενδυμάτων. Τις αισθητικούς για την αποτελεσματικότερη άσκηση της εργασίας τους. Τους παιδαγωγούς για τις μεθόδους της παιδαγωγικής. Τους γονείς για την προσφορότερη μέθοδο ανατροφής των παιδιών και κυρίως τους σπουδάζοντες την Θεολογική επιστήμη για την αληθινή Θεολογία, την ερμηνεία των Πατέρων, την κατανόηση των Αγίων Ευαγγελίων, των Επιστολών και των ύμνων της Εκκλησίας. Αυτός που αγάπησε τον Χριστό από μικρό παιδί και του προσέφερε όλη του την καρδιά, τον νου και την διάνοια με χαρά και έγινε στα Παντοδύναμα και Πανάγαθα χέρια Του ιατρείον πάσης ασθενείας, το μέσον επιστροφής πολλών πλανωμένων και το όργανον σωτηρίας πολλών «απολωλότων».

Αυτός ο εργάτης της νοεράς προσευχής, ο θεωρός του Θαβωρείου Φωτός, το ταμείον των Χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ο κατά Χάριν θεός, είχε πλήρη και σαφή αίσθηση της αναξιότητος του, γιατί είχε πλησιάσει τον Θεό και αισθάνθηκε ποιος είναι ο Θεός και τι είναι ο άνθρωπος. Μάλλον δε έγινε αυτό που τόσο τόνιζε ο Θεοφόρος Γέρων. Αγάπησε τον Χριστό εξ όλης της ψυχής του, της καρδίας του, της διανοίας του και εξ όλης της ισχύος του και ο Θεός κατοίκησε μέσα του, γιατί το αψευδές Του στόμα είπε: « Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ΙΔ, 23). Και όσο ο θεοφόρος, χριστοφόρος και πνευματοφόρος Γέρων Πορφύριος έκρυβε τον εαυτό του και εξαφάνιζε τα λείψανά του, τόσο ο Θεός αναδείκνυε και αναδεικνύει τον πιστό λειτουργό των μυστηρίων Του και μετά την κοίμηση του.